συνάχωμα — το το να προσβληθεί κάποιος από συνάχι: Δε θ αποφύγει πάλι το συνάχωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνάχωμα — το, Ν [συναχώνομαι] το αποτέλεσμα τού συναχώνομαι, προσβολή από συνάχι … Dictionary of Greek